μαυραγάνι

μαυραγάνι
το
-ιού, ποικιλία σταριού που έχει μαύρα άγανα (μουστάκια), το μαυροσίταρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαυραγάνι — το ποικιλία σιταριού που έχει μαύρο άγανο, μαυροσίταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + άγανο] …   Dictionary of Greek

  • μαυροσίταρο — το μαυραγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρο> + σιτάρι] …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • πίτουρα — Παραπροϊόν της αλευροβιομηχανίας. Αποτελείται από το φλοιό των κόκκων των δημητριακών και από υπολείμματα ακοσκίνιστου αλευριού. Ανάλογα με το είδος των δημητριακών που αλέθονται, τα π. είναι από σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, ρύζι, μαυραγάνι κ.ά. Τα π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”